Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Παλαιά Διαθήκη: 8. Κάιν και Άβελ (Η καταστροφική δύναμη της ζήλειας)


Η ζωή του Αδάμ και της Εύας έξω από τον παράδεισο ήταν πολύ δύσκολη και σκληρή, όπως τους είχε πει ο Θεός. Με πολύ πόνο και κόπο καλλιεργούσαν τη γη, για να έχουν όλα όσα χρειάζονταν για την επιβίωση τους.
Η Εύα γέννησε ένα αγόρι, που το ονόμασε Κάιν και μετά από λίγο απέκτησε και ένα δεύτερο που το ονόμασε Άβελ. Τα δυο παιδιά βοηθούσαν τους γονείς τους στην καλλιέργεια της γης και τη φροντίδα των ζώων.
Όταν τα αγόρια μεγάλωσαν, ο Κάιν έγινε γεωργός και δούλευε στα χωράφια, ενώ ο Άβελ έγινε βοσκός και φύλαγε τα πρόβατα.

Ο Αδάμ και η Εύα είχαν την καλή συνήθεια να προσφέρουν στο Θεό θυσίες από τα καλύτερα ζώα που είχαν ή από τους καλύτερους καρπούς που έκαναν τα δέντρα και τα φυτά που καλλιεργούσαν.
Με αυτό τον τρόπο αφ’ ενός έδειχναν στο Θεό Πατέρα και Δημιουργό τους την αγάπη και το σεβασμό τους και αφ’ ετέρου του έλεγαν ένα «ευχαριστώ» για όλα εκείνα που τους είχε δώσει.
Η θυσία γινόταν ως εξής: έχτιζαν ένα βωμό με πέτρες, άναβαν φωτιά, και ύστερα έκαιγαν πάνω στο βωμό, αυτό που θυσίαζαν.
Την καλή αυτή συνήθεια την δίδαξαν ο Αδάμ και η Εύα και στα δυο τους αγόρια, ώστε ποτέ να μη ξεχάσουν το Θεό τους, αλλά και να έχουν βαθιά μέσα στην καρδιά τους τη μεγάλη αρετή της «ευγνωμοσύνης», που κάνει το Θεό να χαίρεται πολύ και να ευλογεί τα παιδιά Του.
Μια μέρα που τα δυο παιδιά βρισκόντουσαν μαζί έξω στα χωράφια, αποφάσισαν να προσφέρει ο καθένας ξεχωριστά στο Θεό θυσία. Ο Κάιν θα πρόσφερε σιτάρι από το θερισμό του και ο Άβελ αρνάκια από το κοπάδι του.
Αν ο Θεός ευχαριστιόταν από τη θυσία τους, θα το καταλάβαιναν από τον καπνό της θυσίας. Αν ανέβαινε ευθύς στον ουρανό, ήταν σημάδι πως ο Θεός δεχόταν με χαρά τη θυσία. Αν όμως, ο καπνός δεν ανέβαινε αμέσως στον ουρανό αλλά σκορπιζόταν γύρω από το βωμό, τότε ήταν σημάδι πως ο Θεός δεν είχε δεχτεί τη θυσία.
Ο Θεός ευχαριστήθηκε πολύ από τη θυσία του Άβελ. Ο Άβελ ήταν άκακος, καλόκαρδος, είχε αγνή πίστη και την θυσία την είχε προσφέρει με μεγάλη αγάπηευγνωμοσύνη και χαρά, γι’ αυτό και ο καπνός από τη θυσία ανέβηκε ευθύς ψηλά στον ουρανό.
Την θυσία όμως του Κάιν δεν την δέχτηκε ο Θεός, γιατί είδε πως η καρδιά του ήταν γεμάτη κακία και πονηριά και πως δεν ήθελε να προσφέρει στο Θεό του τα καλύτερα σιτάρια, αλλά τα καχεκτικά. Έτσι, ο καπνός από τη θυσία, αντί να ανέβει ψηλά στον ουρανό, σκορπίστηκε γύρω από το βωμό της θυσίας. Αυτό έκανε τον Κάιν να θυμώσει πολύ.
«Γιατί είσαι εναντίον μου;» είπε ο Κάιν στο Θεό.
«Αν κάνεις όπως πρέπει τη θυσία σου και την προσφέρεις πρόθυμα σε μένα το Θεό σου, η προσφορά σου θα γίνει δεκτή, αλλά αν ο νους σου είναι γεμάτος με κακές σκέψεις, τότε θα σε κυβερνά το κακό», του απάντησε ο Θεός.
Τότε ο Κάιν, βλέποντας ότι ο Θεός δέχτηκε την θυσία του Άβελ και όχι την δική του, δεν ένιωσε μόνο θυμό αλλά και μεγάλη ζήλεια για τον αδελφό του τον Άβελ. Έτσι, όταν βρέθηκαν ξανά οι δυο τους στα χωράφια, τον πλησίασε ύπουλα και τον σκότωσε.
Πόσο μεγάλο κακό μπορεί να κάνει η ζήλεια, αφού μπορεί να οδηγήσει αυτόν που την έχει ακόμα και μέχρι το φόνο! Μήπως η ζήλεια δεν ήταν η αιτία που εξέπεσε από τον ουρανό ο Εωσφόρος, όταν ζήλεψε τη δόξα του Θεού και ήθελε και αυτός να γίνει θεός!
Μετά το φόνο άκουσε ο Κάιν τον Θεό να τον ρωτά:
«Κάιν, που είναι ο αδελφός σου
«Δεν ξέρω, μήπως εγώ είμαι φύλακας του αδελφού μου;» αποκρίθηκε ο Κάιν.
«Κάιν, τι έκανες; Γιατί σκότωσες τον αδελφό σου; Καταραμένη η πράξη σου. Και εσύ καταραμένος θα τριγυρνάς στη γη, περιφρονημένος από τους ανθρώπους και μακριά από το Θεό».
«Βαριά η ποινή, παραπάνω από τη δύναμη μου!» φώναξε με αγωνία ο Κάιν και έφυγε να ζήσει μακριά από τον τόπο εκείνο.
Με την τιμωρία αυτή ήθελε να διδάξει ο Θεός όλους τους ανθρώπους, πως η ζωή του κάθε ανθρώπου ανήκει μόνο στο Θεό, γι’ αυτό και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του συνανθρώπου του, παρασυρμένος από τις αδυναμίες των παθών του.