Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Παλαιά Διαθήκη: 7. Ο άνθρωπος βγαίνει από τον Παράδεισο


Οι πρωτόπλαστοι είχαν μέσα στον παράδεισο όλα τα καλά του κόσμου. Καλλιεργούσαν τη γη και απολάμβαναν κάθε χαρά. Τηρούσαν την εντολή που τους είχε δώσει ο Θεός και γι’ αυτό ήταν ευτυχισμένοι.
Δυστυχώς, όμως, η ξένοιαστη αυτή και ήσυχη ζωή δεν κράτησε πολύ. Ο διάβολος ζήλεψε την ευτυχία τους και αποφάσισε να τους κάνει κακό, να τους σπρώξει στην παρακοή.
Μια μέρα, λοιπόν, που η Εύα έκανε τον περίπατο της μέσα στον παράδεισο, ο διάβολος μπήκε μέσα σε ένα φίδι και, μόλις πλησίασε κοντά η Εύα, την ρωτά με προσποιητό ενδιαφέρον:

-Αλήθεια είναι Εύα πως σας απαγόρευσε ο Θεός να τρώτε από τους καρπούς των δέντρων;
-Όχι, απάντησε η Εύα. Μπορούμε να τρώμε από όλους τους καρπούς των δέντρων, εκτός από το δέντρο της «γνώσης του καλού και του κακού». Αν φάμε απ’ αυτόν θα πεθάνουμε, μας είπε ο Θεός.
-Μα, αν φάτε από τον καρπό αυτού του δέντρου, θα γίνετε και σεις σοφοί, σαν το Θεό, και θα μπορείτε να ξεχωρίζετε το καλό από το κακό. Όχι μόνο δεν θα πεθάνετε, αλλά απεναντίας θα γίνετε και εσείς θεοί.
Η Εύα, δυστυχώς, πίστεψε τα ψεύτικα λόγια του σατανά. Η αμφιβολία για την αγάπη του Θεού κυρίεψε την καρδιά της και την έσπρωξε να παρακούσει την εντολή του Θεού.
Κοίταξε με περιέργεια τον καρπό του δέντρου «της γνώσης του καλού και του κακού» και σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ γλυκός και ευχάριστος. Άπλωσε το χέρι της, έκοψε ένα καρπό και έφαγε. Ύστερα έδωσε και στον Αδάμ και έφαγε και εκείνος.
Μόλις, όμως, ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν από τον καρπό του απαγορευμένου δέντρου, κατάλαβαν πόσο μεγάλο κακό έκαναν, που παράκουσαν την εντολή του Θεού. Μεγάλη πίκρα και τρομερή θλίψη πλημμύρισε την καρδιά τους. Ταυτόχρονα ένιωσαν κάτι άσχημο και παράξενο να συμβαίνει πάνω τους. Είδαν πως ήταν γυμνοί, γι’ αυτό και έκοψαν φύλλα συκιάς για να σκεπάσουν τη γύμνια τους. Πώς θα αντίκριζαν τώρα το Θεό; Τι θα του έλεγαν που δεν υπάκουσαν στα λόγια Του, αλλά έκαναν ότι τους είπε ο διάβολος;
Σε λίγο ακούστηκαν τα βήματα του Θεού, που περπατούσε στον παράδεισο, όπως πάντα. Ο Αδάμ και η Εύα άκουσαν τη φωνή Του και, αντί να πάνε να τον υποδεχτούν, όπως κάθε φορά, τώρα ντροπιασμένοι και φοβισμένοι κρύφτηκαν πίσω από τα δέντρα.
-Πού είσαι, παιδί μου Αδάμ; φώναξε με αγάπη ο Θεός.
-Άκουσα τη φωνή σου, Κύριε, είπε τρομαγμένος ο Αδάμ, και από το φόβο μου, επειδή ήμουνα γυμνός, έτρεξα να κρυφτώ.
-Ποιος σας είπε ότι είστε γυμνοί και φοβηθήκατε; ρώτησε ο Θεός. Μήπως φάγατε από τον απαγορευμένο καρπό;
Ο Αδάμ, αντί να ζητήσει συγνώμη από τον πολυεύσπλαχνο Θεό, για το λάθος που έκαναν, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του λέγοντας:
-Δεν φταίω εγώ. Η γυναίκα που μου έδωσες, να είναι μαζί μου, φταίει. Αυτή μου έδωσε από τον καρπό του δέντρου και έφαγα.
Ο Θεός τότε στράφηκε προς την γυναίκα και της είπε:
-Γιατί Εύα έφαγες απ’ αυτό τον καρπό;
-Κύριε, το φίδι με ξεγέλασε και έφαγα, είπε φοβισμένη εκείνη.
Ο Θεός λυπήθηκε πολύ, που ο Αδάμ και η Εύα παράκουσαν την εντολή Του και αντί να ζητήσουν συγνώμη για το λάθος τους, άρχισαν τις δικαιολογίες. Τους είπε πως δεν μπορούσαν πια να ζουν μέσα στον ωραίο αυτό κήπο. Έπρεπε να φύγουν απ’ αυτόν. Τους είπε, επίσης, πως η ζωή τους έξω από τον παράδεισο θα ήταν δύσκολη, αφού θα έπρεπε η γυναίκα με πόνους να γεννά τα παιδιά της και ο άντρας να δουλεύει σκληρά, καλλιεργώντας τη γη, για να μπορούν να έχουν την καθημερινή τους τροφή.
Σε λίγο ο Αδάμ και η Εύα ήταν έξω από τον παράδεισο. Άγγελος Κυρίου οδήγησε τους πρωτόπλαστους έξω από τον παράδεισο και έκλεισε την πύλη του.
Ο Αδάμ και η Εύα κατάλαβαν ότι, εξαιτίας της παρακοής τους, είχαν χάσει οριστικά την ευτυχισμένη ζωή που είχαν μέσα στον παράδεισο. Συχνά θυμόντουσαν πόσο όμορφα περνούσαν εκεί και έκλαιγαν απαρηγόρητα.
Όμως ο πανάγαθος και δίκαιος Θεός δεν έπαψε να αγαπάει τα πλάσματα Του, τους ανθρώπους. Τους τιμώρησε, φυσικά, επειδή έπρεπε και γι’ αυτό τους έβγαλε από τον παράδεισο. Δεν τους άφησε όμως απροστάτευτους.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή σχεδίασε τη σωτηρία τους. Για να απαλύνει τον πόνο τους, τους υποσχέθηκε ότι θα στείλει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, που θα είναι ο Λυτρωτής του κόσμου.
Με την υπόσχεση αυτή ο Αδάμ και η Εύα παρηγορήθηκαν. Πήραν έτσι θάρρος και άρχισαν την καινούρια δύσκολη ζωή τους.